• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
a long time adv (a considerable period)πολύς καιρός ουσ αρσ
  μεγάλο χρονικό διάστημα ουσ ουδ
 It's a long time since we last met.
 Πάει πολύς καιρός από τότε που βρεθήκαμε για τελευταία φορά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
a long time ago adv (in the distant past)πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό φρ ως επίρ
 A long time ago, my ancestors settled in this land.
for a long time adv (at length)για μεγάλο χρονικό διάστημα φρ ως επίρ
  για πολύ καιρό φρ ως επίρ
  (ώρες, λεπτά)για πολύ ώρα φρ ως επίρ
Σχόλιο: επιρρηματικός προσδιορισμός
 After a hard day's work, I'm always ready to sleep for a long time.
 Μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς είμαι πάντα έτοιμος να κοιμηθώ για πολύ ώρα.
for a long time to come adv (way into the future)για πολύ καιρό ακόμα περίφρ
  για πολύ καιρό, για καιρό περίφρ
 Oil spills affect the environment both immediately and for a long time to come.
it's been a long time expr (a lot of time has passed)έχει περάσει πολύς καιρός έκφρ
 It's been a long time since I last saw him.
take a long time v expr (require much time to do) (μέρες, μήνες κλπ.)παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό έκφρ
  (λεπτά, ώρες κλπ.)παίρνω πολλή ώρα, θέλω πολλή ώρα έκφρ
 Recovery from a head injury can take a long time.
take a long time to do [sth] v expr (require much time) (μέρες, μήνες κλπ.)το να κάνω κτ παίρνει πολύ καιρό, το να κάνω κτ θέλει πολύ καιρό έκφρ
  χρειάζεται πολύς καιρός για να κάνω κτ έκφρ
  (λεπτά, ώρες κλπ.)το να κάνω κτ παίρνει πολλή ώρα, το να κάνω κτ θέλει πολλή ώρα έκφρ
  χρειάζεται πολλή ώρα για να κάνω κτ έκφρ
 It took a long time to tidy the apartment.
take [sb] a long time v expr (require much time for [sb] to do) (μέρες, μήνες κλπ.)μου παίρνει πολύ καιρό έκφρ
  (λεπτά, ώρες κλπ.)μου παίρνει πολλή ώρα έκφρ
 I put the wardrobe together from a kit; it took me a long time!
take [sb] a long time to do [sth] v expr (require much time of [sb](μέρες, μήνες κλπ.)μου παίρνει πολύ καιρό να κάνω κτ έκφρ
  (λεπτά, ώρες κλπ.)μου παίρνει πολλή ώρα να κάνω κτ έκφρ
 It has taken Graeme a long time to get over his divorce.
wait a long time v expr (endure a considerable delay)περιμένω πολλή ώρα περίφρ
 Because of the crowds we had to wait a long time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'a long time' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση a long time στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «a long time».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!